- ἀμοιβαῖοι
- ἀμοιβαῖοςgiving like for likemasc nom/voc plἀμοιβαῖοςgiving like for likemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στήνια — Αθηναϊκή γιορτή, που γινόταν στο ιερό της Δήμητρας του Δήμου Άλιμου, στα μέσα του φθινοπώρου από έγγαμες μόνο γυναίκες. Τα Σ. αποτελούσαν το πρώτο μέρος της μεγάλης γιορτής των θεσμοφορίων, και γίνονταν σε ανάμνηση της ευχαρίστησης που είχε… … Dictionary of Greek
αλληλαίτιοι — ἀλληλαίτιοι, οι (Α) αίτιοι ο ένας τού άλλου, αμοιβαίοι αίτιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * + αἴτιοι (πληθ. τής λ. αἴτιος)] … Dictionary of Greek
αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… … Dictionary of Greek
αλληλοσύμμαχοι — ἀλληλοσύμμαχοι, οι (Μ) σύμμαχοι ο ένας τού άλλου, αμοιβαίοι σύμμαχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. της λ. αλληλοσύμμαχος < αλληλο * + σύμμαχος] … Dictionary of Greek